-
1 λῃστής
λῃστής, ὁ, ion. ληϊστής, der raubt ( ληΐζομαι), Räuber, πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα, Eur. Alc. 769, τῆς τυραννίδος, Soph. O. R. 535; Xen. Hell. 6, 4, 35, Arist. rhet. 3, 2, 3, bes. Freibeuter, ut See, Thuc. 1, 5. auch wie bei uns übertr., φρενοκλόπε, λῃστὰ λογισμοῠ, von der Liebe, Qu. Maec. 9 ( Plan. 198).
-
2 κιξάλλης
κιξάλλης, ὁ, auch κιξάλης geschrieben, ein Straßenräuber, VLL.; καὶ λῃστής Democrit. bei Stob. fl. 44, 19; bei Phot. lex. verderbt κίξας τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς. Eigtl. ion., vgl. Koen ad Greg. Cor. p. 435.
-
3 τόλμα
τόλμα, ἡ, auch τόλμη, der Muth, Etwas zu unternehmen, Kühnheit, Dreistigkeit; Pind. τόλμα καὶ δύναμις ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐϑεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σϑένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης ἕκατι κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί τέρμα τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ ἀναίδεια, Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ ϑρασύτης, Lach. 197 b; καὶ ἀναισχυντία, Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt τόλμη, nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich τόλμα auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ΤΑΆΩ, ΤΑΛΑ'Ω, tolerare.
-
4 ἐν-αργής
ἐν-αργής, ές (entweder von ἀργός, ἀργής, od. ἐν ἔργῳ), sichtbar, leibhaft; οὐ γάρ πω πάντεσσι ϑεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Od. 16, 161, Il. 20, 131 u. öfter (vgl. Luc. Philops. 13) wenn sich die Götter in ihrer wahren Gestalt zeigen; übh. augenfällig, deutlich; ὄνειρον Od. 4, 841, wie Aesch. Pers. 175; Plat. Crit. 44 b; ἐναργὴς βάξις ἦλϑεν Ἰνάχῳ Aesch. Prom. 666; πρὶν ἂν κείνας ἐναργεῖς δεῠρό μοι στήσῃς ἄγων, mir leibhaft vor Augen stellst, Soph. O. C. 914; ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος Ant. 790; λῃστὴς τυραννίδος, ein offenbarer Räuber, O. R. 535; βωμός, ein stattlicher, großer Altar, Pind. Ol. 7, 42; τεκμήριον, einleuchtend, Plat. Ion 535 c; σημεῖα Tim. 72 b; αἴσϑησις Phaedr. 250 b, κακία Theaet. 176 c; καὶ σαφὲς παράδειγμα Dem. 19, 263, vgl. 14, 4; μαρτύριον Pol. 4, 8, 4 u. a. Sp. – Adv. ἐναργέως, Her. 8, 77; ἐναργῶς, Aesch. Spt. 126; πάρεστ' ἐν., er ist leibhaftig da, Soph. El. 878; Folgde, z. B. ἰδεῖν Plat. Soph. 254 a; είδέναι Legg. XI, 927 d; ἐπιδεῖξαι Prot. 320 b; εἰπεῖν Tim. 49 e; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐν. γέγραπται Aesch. 3, 121.
См. также в других словарях:
ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… … Dictionary of Greek
ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονιός — και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς) 1. ο πατέρας 2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά α) πατέρας και μητέρα μαζί β) πρόγονοι νεοελλ. φρ. «πείνα και τών γονέων» πολύ μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gon , ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
σίντης — και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ [σίνομαι] (κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει αρχ. 1. έχιδνα, οχιά 2. ληστής, κακούργος … Dictionary of Greek
μπριγαντίνο — και μπριγαντίνι, το ναυτ. το ιστιοφόρο μπρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brigantino < ιταλ. brigante «ληστής» < ιταλ. brigare «μάχομαι» < ιταλ. briga «πάλη, αγώνας»] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek